καταπληκτικάς — καταπληκτικά̱ς , καταπληκτικός striking fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
καταπληκτικός — ή, ό (AM καταπληκτικός, ή, όν) [κατάπληκτος] 1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος 2. τρομερός, φοβερός. επίρρ... καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς) νεοελλ. με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά,… … Dictionary of Greek
πανομοιότυπος — η, ο 1. (για σχέδιο, εικόνα, υπογραφή κ.λπ.) ο εντελώς όμοιος με το πρωτότυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πανομοιότυπο α) ακριβής απομίμηση ή πιοτό αντίγραφο πρωτοτύπου β) καθετί που μοιάζει καταπληκτικά με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόμοιος + τύπος… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
υπέρφευ — Α επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ. β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού] … Dictionary of Greek
Άιχεντορφ, Γιόζεφ φον- — (Joseph Freiherr von Eichendorff,Λούμποβιτς, Άνω Σιλεσία, 1788 – Νάισε, Άνω Σιλεσία, 1857). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Ο Ά. ωρίμασε μέσα στο κλίμα του όψιμου ρομαντισμού. Τη ρομαντική εμπειρία –από την οποία πήγασε το νεανικό του… … Dictionary of Greek